Ο Νάκος Μυρώδης, με το παρατσούκλι «Γάντζος», εμφανίζεται καλοντυμένος στο «ουζερί των αδικημένων», κάποια στιγμή αποχαλινώνεται και χορεύει σαν να μην υπάρχει αύριο. Ενα έφηβο κορίτσι βιώνει την πρώτη έμμηνη ρύση στο βιβάρι (περίκλειστο ιχθυοτροφείο) του θείου και της θείας του.
Ο Νταβέλης, το ημίαιμο λυκόσκυλο μιας οικογένειας, τρώει τα αβγά από το κοτέτσι.
Ο Σίμος Βαμπάς κοιτάζει από το παράθυρο του λογιστικού γραφείου ένα παγόνι «κι αίφνης, κοιτώντας το, ξεθάβεται εντός του εκείνη η ξεχασμένη, παλιά ιστορία απ’ τη δεκαετία του ’60, όταν έμενε στην Πάνω Πόλη, κοντά στη Μονή Βλατάδων» της Θεσσαλονίκης.
Είναι τέσσερις μόνο από τις 16 ιστορίες που περιέχονται στην πρόσφατη συλλογή «Φάλτσα κεφαλής» των εκδόσεων Πατάκη.
Και με τον τρόπο τους συμπυκνώνουν την καλειδοσκοπική εικόνα, τη δημιουργική αυθαιρεσία και τις υπερβάσεις του συγγραφέα. Καλωσορίσατε και πάλι στον αφηγηματικό κόσμο του Γιώργου Σκαμπαρδώνη, όπου από τις ρωγμές της αθέατης καθημερινότητας ανοίγονται σύμπαντα και από τον κόσμο της φαντασίας οι λέξεις καρφώνονται σαν πρόκες στο διήγημα.
Ας το πιάσουμε από την αρχή. Εχεις γράψει πάνω από 200 διηγήματα. Τι σημαίνει για σένα το διήγημα, που έχει βαθιές ρίζες στην πεζογραφία μας;
Σημαίνει να ζεσταίνεις τον θερμοσίφωνα με ένα απλό τσακμάκι Zippo. Και από έναν ψύλλο να βγάζεις αηδόνι.
Είναι ένας υπαινιγμός σε μέγεθος ελέφαντα. Να το πω αλλιώς: με λίγες λέξεις και σε μικρό αφηγηματικό εμβαδόν να μπορείς να δίνεις – όταν το πετυχαίνεις – μεγάλη απόλαυση στον αναγνώστη. Το διήγημα είναι εκρηκτικό επικεντρωμένης διείσδυσης. Οφείλει να είναι δραστικό.
Πυκνό, ταχύ στον ρυθμό, ελλειπτικό κι ευθύβολο – βασικά χρειάζεται να προηγηθεί μια λαμπρή έμπνευση. Αν η αρχική ιδέα είναι τζούφια, ή μέτρια, δεν προκύπτει αποκάλυψη, παρά μόνο νοβοπάν.
Ποιο διήγημα δεν είναι διήγημα;
Σίγουρα δεν είναι οι φλου αρτιστίκ ποιητικούρες, οι εύκολες μαϊμουδιές α λα Μπόρχες και τα πομφολυγώδη, λυρικά σακχαρόπηκτα. Κι άλλο πεζογράφημα, άλλo διήγημα που είναι fiction, σύντομη, αυστηρή, απρόσμενη αφήγηση, με υψηλή αισθητική αξίωση, με αρχή, μέση και τέλος (αυτά, ανεξάρτητα σε ποια σειρά) και προκύπτει από την έλλαμψη. Οι τρόποι γραψίματος; Απειροι. Συν, κυρίως, το προσωπικό ύφος, την ιδιοπροσωπία.
Πώς μπαίνουν διαφορετικά διηγήματα σε μια συλλογή και τι χαρακτηρίζει την τελευταία δική σου με τίτλο «Φάλτσα κεφαλής»;
Πάντως δεν είναι ένα μαντρί όπου στεγάζονται διάφορα διηγήματα που έγραψες, ασύμβατα μεταξύ τους, άσχετα κι ετερόφθαλμα.
Σε μια συλλογή τα επιλεγμένα κείμενα πρέπει να είναι κάπως συνάλληλα, να έχουν κάποια εσωτερική, χαλαρή ενότητα ύφους, ματιάς, γλώσσας και τόνων. Δεν έχουν ταυτόσημη θεματογραφία, βέβαια, αλλά μερικώς σχετική, ή περιέχουν αλληλο-αντανακλάσεις που κατά κάποιον τρόπο τα ενοποιούν κι εκπέμπουν μιαν αίσθηση βαθύτερης, δυσδιάκριτης συνοχής. Γράφει ο Εμπειρίκος: «Ο ειρμός του ποταμού διεκόπη. Αλλά η ενότης του τοπίου ήταν τέτοια που και ο ποταμός κυλούσε».
Τουλάχιστον σε αυτό πρέπει να στοχεύει κανείς.
Δεν μου είπες για τα «Φάλτσα»…
Στα «Φάλτσα κεφαλής» περιέχονται 16 διηγήματα εορταστικά, εμμέσως ζωοφιλικά, φυσιολατρικά – εγκλεισμός και κλιματική αλλαγή, εκτός άλλων –, διηγήματα της γυναικείας ευπάθειας και αλληλεγγύης, αφηγήσεις της έκπληκτης παιδικής ματιάς, της αφέλειας. Αλλά και της φονικής ψυχής, της παραφροσύνης, της φυγής, της λύτρωσης μέσα από την έκσταση. Μερικά, όπως ξέρεις, έχουν γραφεί κατά παραγγελία της εφημερίδας «ΤΑ ΝΕΑ».
Γιατί διάλεξες χώρους δράσης στην πόλη αλλά, κυρίως, στην περιφέρεια; Ποιο σύμπαν αποκαλύπτεται εκεί, πίσω από τις ρωγμές;
Ναι, τα περισσότερα έχουν αφηγηματικό χώρο ανέλιξης τη Μακεδονία, τη Θράκη και τη Θεσσαλία. Αλλά υπάρχουν και μερικά που ξετυλίγονται στη Θεσσαλονίκη – βέβαια ο χώρος στην αφήγηση είναι πάντα προσχηματικός, πλασματικός, αλλά αυτό είναι άλλη κουβέντα. Εκείνο που με ενδιέφερε είναι οι εμπνεύσεις από την άλλη Ελλάδα, τη μη αστική, τη μη ορατή, η δική της μαγεία και η ανάλογη συναρπαγή και παραφροσύνη. Η όντως Ελλάς, μακριά από την κατάθλιψη της οθόνης και του εγκλεισμού, η παραγωγική χώρα, με τα δικά της θαύματα, το δικό της δράμα και την αντίστοιχη ευτραπελία. Εξω από τη δική μας αυτάρκεια και αυταρέσκεια. Υπάρχουνε πολλοί κόσμοι μέσα στον κόσμο της περιφέρειας, άπειρες ιστορίες και διαδρομές θάμβους.
Χρησιμοποιείς σε ορισμένα σημεία ειδικές λέξεις, συχνά άγνωστες – έχουν σχέση με ντοπιολαλιές;
Δεν μου αρέσει να χρησιμοποιώ ντοπιολαλιές, ούτε κομμένες λέξεις προφοράς, αλλά, ανάλογα με την αφήγηση, κάποιες λέξεις, μόνο, που λέγονται επιτόπου και είναι μεγάλης εκφραστικότητας και ευθυβολίας. Για να καταξιωθούν αυτές οι λέξεις σε εκείνους τους χώρους πέρασαν δεκαετίες κι επιβλήθηκαν από μόνες τους ως οι πιο δραστικές. Στο Αγιον Ορος, ας πούμε, δεν υπάρχει ντοπιολαλιά, αλλά μιλούνε αγιασμένα, σχεδόν υμνολογικά ελληνικά, εκπληκτικής λάμψης – αυτό προέκυψε μέσα από παράδοση αιώνων. Και δεν με ενδιαφέρει η λαογραφία, η θεσσαλική προφορά, η θρακική προφορά, αλλά μόνο μερικές λέξεις τους που διαλάμπουν κυρίως μέσα στο κοινό αστικό ιδίωμα. Αν σφηνωθούν στο σωστό σημείο, εκρήγνυνται.
Στο διήγημα παίζει πιο μεγάλο ρόλο η μεμονωμένη λέξη απ’ ό,τι στο μυθιστόρημα;
Σίγουρα ναι, ή τις πιο πολλές φορές. Στο μυθιστόρημα η λέξη είναι συνήθως διαμεσολαβητικός φορέας νοήματος, ενώ στο διήγημα ορισμένες στιγμές φτάνει στο όριο της αυταξίας. Οχι με τη ναρκισσιστική έννοια, αλλά με εκείνη της ύψιστης, απρόσμενης εκφραστικότητας. Περίπου όπως στην υψηλή ποίηση. Με μέτρο και κατ’ οικονομίαν, βέβαια, για να μη διολισθήσεις σε ποιητικούρες, εντυπωσιασμούς, ή σε λυρισμούς-αφρόλουτρα.
Ποια γλώσσα είναι αυτή που αισθάνεσαι εσύ ως συγγραφέας ότι μπορεί να «τρυπώσει» στα διηγήματα; Εχει πολλές εκδοχές, από τις οποίες πρέπει να επιλέξεις κάθε φορά;
Και βέβαια η ελληνική γλώσσα δεν είναι μόνο το πώς μιλούμε τώρα στην Πατησίων, στην Τσιμισκή, ή στα πανεπιστήμια. Η ενιαία ελληνική γλώσσα και ιστορικά και γεωγραφικά περιέχει άπειρο εκφραστικό πλούτο, κορυφώσεις και τρόπους και αναγεννάται πολλαπλώς και διαρκώς. Είναι ζώσα, ρέουσα κι ατάσθαλη. Δεν είναι μόνο τυπική, ανορεξική. Κι έχει πολλές αργκό και ιδιώματα. Αλλά θέλει διαρκές ψάξιμο για να βρίσκεις την κατάλληλη λέξη, την πιο μυτερή αιχμή, ώστε κάθε φορά και αυστηρώς επιλεκτικά να μπορέσεις να πετύχεις το μέγιστο – αν έχεις την ευλογία να το πετύχεις.
Ο κάθε συγγραφέας είναι μόνος του στην κόλαση της γραφής;
Οταν γράφει είναι μόνος του, αλλά εντός του κουβαλάει πάντα όλους τους άλλους. Από εκείνους εμπνέεται, από εκείνους αντλεί και μεταπλάθει, και σε εκείνους απευθύνεται. Είσαι μόνος σου όταν παλεύεις μιαν αφήγηση, απ’ την αρχική έμπνευση ως το τέλος, αλλά ακόμα και όταν γράφεις για το πιο στενό περιβάλλον σου, πάντα αυτοί είναι κάποιοι άλλοι. Το «εγώ» από μόνο του δεν υπάρχει, παρά σε σχέση με εκείνους. Το βίωμα, που λέμε, ακόμα και η σκέτη φαντασίωση, περιλαμβάνει κι έναν σωρό άλλο κόσμο, πραγματικό, υβριδικό, ή εντελώς επινοημένο, ή παραποιημένο.
Ναι, αλλά δεν υπάρχει κάποια βαθύτερη μοναξιά στο γράψιμο;
Σίγουρα, ναι. Βαθύτατη. Αλλά κι ακόμα και στη διαπάλη με το κείμενο, που είναι μια άκρως μοναχική πράξη, ενυπάρχουν εντός σου πάντα οι παλιοί δάσκαλοι, οι επιρροές, κάποιος που σε ενέπνευσε χωρίς να το καταλάβει: μια χειρονομία τρίτου, μια γυναίκα στο απέναντι πεζοδρόμιο, ένας άγνωστος που είπε κάτι χωρίς να καταλάβει την αξία του. Απ’ την άλλη, μόνο εσύ μπορείς να γράψεις τα συγκεκριμένο κείμενο με συγκεκριμένο κάθε φορά τρόπο. Αλλά εσύ, πάλι, και ταυτόχρονα, είσαι όλοι οι άλλοι. Δεν γλιτώνεις ούτε εσύ, ούτε αυτοί. Ποτέ.
Ζεις στη Θεσσαλονίκη. Ποιο κλισέ για την πόλη σε ενοχλεί;
Κάθε κλισέ εκφράζει μικρό μέρος της αλήθειας, η οποία είναι πιο βαθιά, ευρύτερη, πιο περίπλοκη και τελικώς διαφεύγουσα. Τώρα που γέρασα μου αρέσει το κλισέ περί «ερωτικής πόλης». Πράγματι, αν περπατήσεις στην Τσιμισκή, βλέπεις τόσο πολλά ωραία κορίτσια που πρέπει κάθε πενήντα μέτρα να σταματάς και να αγκαλιάζεις ένα δέντρο για να ξεζαλίζεσαι. Αυτό είναι μια τραγωδία για μένα, τον ματαιόσπουδο παιδαριογέροντα.