Για μια στιγμή τα φώτα τρεμόπαιξαν, για μια στιγμή/ τα τούνελ ούρλιαξαν/ και ο κόσμος έγινε μαύρος και άσπρος./ Και ο κόσμος έγινε κάρβουνο και πάγος./ Ξαφνικά, ποιος ξέρει από πού,/ ακούστηκε μια κραυγή/ οργισμένη, και με μια μαστιγιά,/ απότομη, κοφτερή/ μας ξύπνησε από έναν ταραγμένο ύπνο./ «Πείτε μου, έχετε τρελαθεί;/ Θα παραδεχθείτε την ήττα σας/ χωρίς καν να πολεμήσετε;»
Για μια μερίδα ελλήνων σχολιαστών, τα πράγματα είναι απλά: όποιος επικρίνει την πολιτική του Νετανιάχου, όποιος δεν αρκείται να καταδικάζει την τρομοκρατική επίθεση της 7ης Οκτωβρίου αλλά καταγγέλλει και το μακελειό στη Γάζα και τον Λίβανο, είναι αντισημίτης, ανιστόρητος και φίλος της Χαμάς. Αλλά ο Νταβίντ Γκροσμάν δεν σκέπτεται έτσι, δεν σκεπτόταν ποτέ έτσι, ούτε όταν έχασε τον γιο του το 2006, την τελευταία μέρα του πολέμου του Ισραήλ κατά του Λιβάνου. Μετά τις σφαγές στο Ισραήλ και τη Γάζα, τα λόγια δεν έφταναν για να εκφράσει την απόγνωσή του. Και ξαφνικά άρχισε να γράφει ποίηση.
«Ξέχνα το», είπαμε, «άσε μας να σταθούμε ξανά στα πόδια μας,/ να θρηνήσουμε τους νεκρούς μας,/ να περιμένουμε όλο αυτό,/ που δεν μπορεί να περιγραφεί με λόγια, να τελειώσει,/ βουβοί μπροστά στο βάρος του πόνου,/ στη φρίκη των ομήρων μας./ Ασε μας να υπάρξουμε,/ μονάχα να υπάρξουμε,/ χωρίς να καταλαβαίνουμε ούτε να σκεφτόμαστε,/ ως ότου η λεηλατημένη, η καταπατημένη, η βιασμένη γη/ να πάψει να μας πονάει.»
Οι στίχοι αυτοί – λέει ο Γκροσμάν στη Repubblica που δημοσίευσε χθες ένα μέρος τους – είναι ένα τραγούδι, μια προσευχή ή κάτι ανάμεσα στα δύο. Μια κραυγή. «Και σε μια αφόρητη κατάσταση σαν αυτή που ζούμε εδώ και πάνω από έναν χρόνο, γνωρίζοντας ότι στο εξής θα μας περιβάλλει το μίσος και ο φόβος, ότι το παράλογο είναι πιο δυνατό από το λογικό, το να κραυγάζεις είναι δίκαιο».
«Δεν μένει άλλος χρόνος,/ όποιος εγκαταλείφθηκε εγκαταλείπει./ Οποιος αφέθηκε μόνος, αφήνει./ Μίλα μου, πατέρα,/ δώσε μου κουράγιο,/ γερνάω, πατέρα,/ με κούρασαν οι πόλεμοι. Με κούρασαν./ Δώσε μου ελπίδα, δώσε μου ένα κίνητρο./ Σωπαίνεις, πατέρα, θα μιλήσω εγώ για σένα:/ Είναι ώρα να αγωνιστείτε, άνδρες, γυναίκες./ Είναι ώρα να βγείτε στους δρόμους./ Γιατί δεν θα μας ξανακάνει τέτοιο δώρο η ζωή,/ δεν θα φυτρώσει ξανά ένα κράτος για μας/ από τις συγκρούσεις./ Ολα εξαρτώνται τώρα από σας,/ είναι ώρα να σηκωθείτε, να ζήσετε,/ να είστε ένας λαός ή να μην είστε,/ να είστε άνθρωποι ή να μην είστε./ Ολα κρέμονται από μια κλωστή.»
Οπως κι οι Ουκρανοί, έχει κι ο Γκροσμάν μια τρελή ελπίδα μήπως μπορέσει να επιβάλει την ειρήνη ο Τραμπ. Δεν ακούγεται βέβαια ρεαλιστικό κάτι τέτοιο. «Ομως ζούμε στην εποχή του απρόβλεπτου, όχι του ρεαλισμού».